καμφορά

καμφορά
καμφορά, η και κάμφορα, η
χημική ουσία που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, καθώς και για τη συντήρηση των μάλλινων υφασμάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καμφορά — Ουσία έντονα αρωματική, που εξάγεται από το δένδρο κιννάμωμον ή λάουρος η καμφορά (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Είναι διαδεδομένο στη νότια Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδία, στην Ιάβα και στη Σουμάτρα. Έχει αειθαλές και γυαλιστερό φύλλωμα με …   Dictionary of Greek

  • καμφορικός — ή, ό [καμφορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμφορά 2. αυτός που περιέχει καμφορά («καμφορικά φάρμακα») …   Dictionary of Greek

  • Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… …   Dictionary of Greek

  • καμφορόδενδρο — το κοινή ονομασία τών δένδρων από το ξύλο τών οποίων εξάγεται με απόσταξη η καμφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμφορά + δενδρο (< δένδρο), πρβλ. αρτό δενδρο, μαστιχό δενδρο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. camphrier] …   Dictionary of Greek

  • κινάμωμο — (Cinnamomum). Γένος αειθαλών φυτών της οικογένειας των λαουριδών ή δαφνιδών, της τάξης των πολυκαρπικών. Περιλαμβάνει περίπου 50 δενδρώδη και θαμνώδη αρωματικά είδη, τα οποία φυτρώνουν κυρίως στις θερμές περιοχές της Ασίας. Σημαντικότερα από αυτά …   Dictionary of Greek

  • λαουρίδες — (lauridae). Οικογένεια δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών, της τάξης των λαουρωδών. Oι ιστοί του φλοιού και των φύλλων των λ. περιέχουν πολυάριθμα κύτταρα, με αιθέρια έλαια και σπανιότερα με κομμεορητίνες. Έχουν εναλλασσόμενα φύλλα, συνήθως δερματώδη… …   Dictionary of Greek

  • ατμοποίηση — Η μετάβαση ενός σώματος από τη συμπυκνωμένη φάση (υγρό ή στερεό) στην αέρια φάση (μεταβολή φάσης πρώτου είδους). Λέγεται και εξαέρωση. Α. ενός υγρού παρατηρείται σε όλες τις θερμοκρασίες (παρ’ όλα αυτά η γλυκερίνη, το θειικό οξύ και ο υδράργυρος …   Dictionary of Greek

  • εξάχνωση — Η άμεση μετάβαση μιας ουσίας από τη στερεά κατάσταση στην αέρια. Η ε. είναι χαρακτηριστική για μερικές στερεές ουσίες, όπως η καμφορά, η ναφθαλίνη, το θείο, το ιώδιο. Αντίθετα, όταν οι ατμοί αυτών των ουσιών έρθουν σε επαφή με ψυχρά τοιχώματα,… …   Dictionary of Greek

  • καμφορέλαιο — και κα(μ)φουρόλαδο, το το αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από το καμφορόδενδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμφορά + έλαιο] …   Dictionary of Greek

  • καμφορούχος — ο (φαρμ.) αυτός που περιέχει καμφορά («καμφορούχος αλκοόλη») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”